- φοινικοφυτος
- φοινικόφυτοςφοινῑκό-φῠτος2поросший пальмами
(τόπος Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τόπος Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φοινικόφυτος — grown with palms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόφυτος — ον, Α (για τόπο) κατάφυτος με φοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + φυτος (< φυτός < φύω, φύομαι), πρβλ. ἐλαιό φυτος] … Dictionary of Greek
φοινικόφυτον — φοινικόφυτος grown with palms masc/fem acc sg φοινικόφυτος grown with palms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόφυτα — φοινικόφυτος grown with palms neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)